Αντικείμενα της Αμφίπολης δόθηκαν στην Βρετανία κατόπιν συμφωνίας με τις ελληνικές Αρχές
Ν έα δεδομένα στο ζήτημα του κατά πόσο βρετανικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου λεηλάτησαν, έκλεψαν και εν συνεχεία μετέφεραν αρχαία αντικείμενα από την Αμφίπολη στην Αγγλία όπως αποκαλύπτει στο ρεπορτάζ του το zougla.gr
Αφορμή στάθηκαν διάφορα αρχαία αντικείμενα τα οποία αν και προέρχονται από την Αμφίπολη, εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο.
Τα ευρήματα υπολογίζεται ότι ανακαλύφθηκαν από Βρετανούς στρατιώτες την περίοδο 1915 – 1918 και παραδόθηκαν στο μουσείο από έναν Βρετανό στρατιωτικό γιατρό, ο οποίος υπηρετούσε μαζί με τις δυνάμεις της Αντάντ κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου.
Το βασικό ερώτημα είναι απλό. Έκλεψαν τελικά οι Βρετανοί στρατιώτες αντικείμενα από την Αμφίπολη; Και αν όχι με ποιον τρόπο τα ευρήματα βρέθηκαν στην κατοχή του Βρετανικού Μουσείου;
Την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δίνει το ίδιο το μουσείο έπειτα από παρέμβαση-επικοινωνία του zougla.gr αφενός με στέλεχος του μουσείου και συγκεκριμένα διευθυντή στον τομέα Ελληνικής και Ρωμαϊκής αρχαιότητας, τον Andrew Shapland και αφετέρου με τον διευθυντή φωτογραφίας του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Μουσείου (Ιmperial War Museum) του Λονδίνου, Alan Wakefield.
«Τα αρχαία δόθηκαν κατόπιν συμφωνίας»
Το Βρετανικό Μουσείο, στην απάντηση που απέστειλε στο zougla.gr, ξεκαθαρίζει ότι έχει στην κατοχή του αρχαία αντικείμενα από την Αμφίπολη τα οποία αποκτήθηκαν κατόπιν συμφωνίας των ελληνικών Αρχών με τις βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ειδικότερα, όπως τονίζεται, «τον Φεβρουάριο του 1916 επετεύχθη συμφωνία ανάμεσα στην Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Γεώργιος Οικονόμου και αντιπροσώπους των δυνάμεων της Αντάντ σχετικά με την ανακάλυψη των αρχαιοτήτων. Η συμφωνία διαβεβαίωνε ότι η ελληνική νομοθεσία για τις αρχαιότητες είχε ισχύ σε περιοχές οι οποίες ήταν υπό τον έλεγχο των βρετανικών και των γαλλικών δυνάμεων».
Επιπλέον, οι επικεφαλής του ιδρύματος αναφέρουν ότι το μουσείο φιλοξενεί μια μικρή συλλογή αντικειμένων από την Αμφίπολη στην οποία περιλαμβάνονται δύο κεραμικά αγγεία, ένα χάλκινο δακτυλίδι, μία χάλκινη καρφίτσα και κομμάτι χρυσού (σ.σ. που τοποθετούνταν στο στόμα του νεκρού), ένα δόρυ και ένα μαχαίρι από χαλκό τα οποία παραδόθηκαν από τον στρατιωτικό γιατρό του Βασιλικού Στρατιωτικού Ιατρικού Σώματος, δρ. Έρικ Γκάρντνερ.
(Τα ευρήματα της Αμφίπολης που εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο)
Πρέπει να σημειωθεί ότι στην απάντηση του μουσείου ξεκαθαρίζεται ότι τα αντικείμενα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τις ανασκαφές που διεξάγονται το τελευταίο χρονικό διάστημα στον λόφο Καστά. Αντιθέτως χρονολογούνται , όπως επισημαίνεται, τον 6ο αιώνα π.Χ., δηλαδή δύο αιώνες πριν από την δημιουργία του τύμβου της Αμφίπολης.
Η απάντηση του μουσείου:
Η μετάφραση:
«Η συλλογή του Βρετανικού Μουσείου δεν περιλαμβάνει αντικείμενα από τον τύμβο Καστά στην Αμφίπολη της Βορείου Ελλάδας, όπου παροντικά γίνονται ανασκαφές από αρχαιολόγους του Ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού.
Το Βρετανικό Μουσείο φιλοξενεί μία μικρή συλλογή αντικειμένων από την περιοχή της Αμφίπολης. Μεταξύ άλλων (στη συλλογή) περιλαμβάνονται δύο κεραμικά αγγεία, μεταλλικά κοσμήματα και δύο όπλα, που δόθηκαν ως δωρεά κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου από στρατιωτικό γιατρό του Βασιλικού Στρατιωτικού Ιατρικού Σώματος, τον δρ. Έρικ Γκάρντνερ.
Τα αντικείμενα που δώρισε ο δρ. Έρικ Γκάρντνερ στο Βρετανικό Μουσείο σχετίζονται με μία λιτή ταφή που χρονολογείται τον 6ο αιώνα π.Χ. Ως εκ τούτου δεν μπορούν να έχουν σχέση με τον τάφο που χτίστηκε αργότερα, τον 4ο αιώνα π.Χ., όπου τις τρέχουσες ημέρες γίνονται ανασκαφές στον τύμβο Καστά: Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι Βρετανοί στρατιώτες ανακάλυψαν ή έκαναν ανασκαφές σε αυτόν τον σημαντικό τάφο.
Οι πρόσφατες ανακαλύψεις σ” ένα μεγάλο ταφικό μνημείο στην περιοχή της Αμφίπολης στη Βόρεια Ελλάδα έχουν κινήσει το ενδιαφέρον των μίντια. Οι ανασκαφές που βρίσκονται σε εξέλιξη στον λόφο Καστά έχουν αποκαλύψει μία εντυπωσιακή ταφική είσοδο η οποία ανάγεται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., γύρω στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Προς το παρόν η ανασκαφή δεν έχει προχωρήσει μέχρι τον ταφικό θάλαμο, ωστόσο είναι πιθανό να οδηγήσει σ” ένα εξαιρετικό «σύνολο», εάν ο θάλαμος είναι άθικτος.
Η Αμφίπολη είναι μία περιοχή η οποία χρονολογείται από την Προϊστορική Περίοδο και συμπεριλαμβάνει πολλές περιόδους. Έγινε αθηναϊκή αποικία τον 5ο αιώνα π.Χ. και ήταν το σημείο όπου διεξήχθη μία σημαντική μάχη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Όπως σε κάθε ελληνική πόλη, υπήρχαν και εκεί πολλοί τάφοι στον γύρω οικισμό. Τάφοι από την Εποχή του Σιδήρου κι έπειτα έχουν ανασκαφεί στην πέριξ περιοχή.
Η Αμφίπολη βρίσκεται στον ποταμό Στρυμόνα ο οποίος έγινε η πρώτη γραμμή ανάμεσα στις βουλγαρικές και τις συμμαχικές δυνάμεις στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως αποτέλεσμα της στρατιωτικής δραστηριότητας, κομμάτια από ένα μνημείο πέτρινου λέοντα ανακαλύφθηκαν κοντά στο ποτάμι από τους Βρετανούς στρατιώτες. Ο Λέων της Αμφίπολης, μνημείο το οποίο αποκαταστάθηκε την εποχή του 1930, έχει συσχετιστεί με τον τύμβο Καστά από τους αρχαιολόγους.
Παρ” όλο που είναι πιθανό αυτό το Μνημείο του Λέοντα να ήταν το σημείο αναφοράς του εν λόγω μνημειώδους τάφου, εντοπίστηκε αρκετά χιλιόμετρα πιο βόρεια, στην απέναντι όχθη του ποταμού. Είναι πιθανό να μετακινήθηκε από τον τύμβο Καστά σε αυτήν την τοποθεσία, κάποια στιγμή στους αρχαίους χρόνους.
Ένα μεγάλο μέρος αρχαιοτήτων ανακαλύφθηκε από Βρετανούς και Γάλλους στρατιώτες που συμμετείχαν στο «Μέτωπο της Θεσσαλονίκης»* ως απόρροια στρατιωτικής δράσης. Τον Φεβρουάριο του 1916 επετεύχθη συμφωνία ανάμεσα στην Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Γεώργιος Οικονόμου και αντιπροσώπους των συμμαχικών δυνάμεων σχετικά με την ανακάλυψη των αρχαιοτήτων.
Αυτή διαβεβαίωνε ότι η ελληνική νομοθεσία για τις Αρχαιότητες υποστηρίζονταν σε περιοχές οι οποίες ήταν υπό τον έλεγχο των βρετανικών και των γαλλικών δυνάμεων. Στο τέλος του πολέμου πολλά από τα ευρήματα του βρετανικού στρατού στη Θεσσαλονίκη μεταφέρθηκαν στο Λονδίνο με την άδεια της ελληνικής κυβέρνησης. Η συλλογή του Βρετανικού Μουσείου συμπεριλαμβάνει 3.000 αντικείμενα των βρετανικών δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου το Βρετανικό Μουσείο δέχθηκε μία δωρεά του στρατιωτικού του Βασιλικού Στρατιωτικού Ιατρικού Σώματος, δρ. Έρικ Γκάρντνερ. Αυτή η ομάδα αντικειμένων που σχετίζεται με την Αμφίπολη χαρακτηρίστηκε ως το «περιεχόμενο ενός τάφου στον Στρυμόνα» και χρονολογείται τον 6ο αιώνα π.Χ. Αποτελείται από δύο κεραμικά αγγεία, ένα χάλκινο δακτυλίδι, μία χάλκινη καρφίτσα και κομμάτι χρυσού (σ.σ. που τοποθετούνταν στο στόμα του νεκρού). Ένα δόρυ και ένα μαχαίρι από χαλκό τα οποία μεταγενέστερα σχετίστηκαν με αυτή τη δωρεά δεν είχαν καταγραφεί τότε.
Ο Γκάρντνερ ήταν παρών όταν ένας διαφορετικός τάφος κοντά στην Αμφίπολη αποκαλύφθηκε έπειτα από βουλγαρικό βομβαρδισμό: αγκίστρια από τον τάφο χρησιμοποιήθηκαν από τις βρετανικές δυνάμεις για να πιάσουν ψάρια στην κοντινή λίμνη. Είναι πιθανό η εκσκαφή τάφρων και οι βομβαρδισμοί να οδήγησαν στην αποκάλυψη αρκετών τάφων στην Αμφίπολη, παρόλα αυτά η συλλογή του Βρετανικού Μουσείου περιλαμβάνει μόνο αυτή το σύνολο ταφικών αντικειμένων και τέσσερα ποικίλα αντικείμενα που αποκτήθηκαν πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα αντικείμενα που δώρισε ο δρ. Έρικ Γκάρντνερ στο Βρετανικό Μουσείο σχετίζονται με μία λιτή ταφή που χρονολογείται τον 6ο αιώνα π.Χ. Ως εκ τούτου δεν μπορούν να έχουν σχέση με τον τάφο που δημιουργήθηκε αργότερα, τον 4ο αιώνα π.Χ., όπου τις τρέχουσες ημέρες γίνονται ανασκαφές στον τύμβο Καστά: Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι Βρετανοί στρατιώτες ανακάλυψαν ή έκαναν ανασκαφές σε αυτόν τον σημαντικό τάφο».
* Τον Οκτώβριο του 1915 στρατεύματα της «Entente» (Βρετανοί και Γάλλοι) αποβιβάζονται στη Θεσσαλονίκη και δημιουργούν με τη συνεργασία Σέρβων, Ιταλών, Ρώσων και Ελλήνων το «Μακεδονικό Μέτωπο του Α” Παγκοσμίου Πολέμου» γνωστό και ως «Μέτωπο της Θεσσαλονίκης». Aν και η Ελλάδα δεν είχε ακόμα μπει στον πόλεμο, ο πόλεμος είχε μπει στην Ελλάδα. Αντίπαλοι του Μετώπου ήταν οι «Κεντρικές Δυνάμεις», Βούλγαροι, Γερμανοί, Αυστροούγγροι και αργότερα Τούρκοι.
«Ήταν μια ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους Βρετανούς στρατιώτες»
«Ήταν μια ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους Βρετανούς στρατιώτες»
Το zougla.gr συνομίλησε με τον διευθυντή φωτογραφίας του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Μουσείου (Ιmperial War Museum) του Λονδίνου, κ. Alan Wakefield, ο οποίος περιέγραψε πώς ακριβώς γινόταν η διαδικασία εισαγωγής των αρχαίων αντικειμένων την περίοδο εκείνη από την Ελλάδα στη Βρετανία.
Όπως ανέφερε o κ.Wakefield οι στρατιώτες που κατείχαν αρχαιότητες από την Ελλάδα, όφειλαν να δίνουν αναφορά στο Αρχηγείο του Στρατού, προκειμένου να καταγραφούν ένα-ένα τα αντικείμενα τα οποία εν συνεχεία μεταφέρονταν στον Πύργο του Λονδίνου. Από εκεί και πέρα, κατόπιν απόφασης, παραδίδονταν σε μουσεία, ανάλογα με τη θεματολογία τους.
«Τα αντικείμενα της Αμφίπολης όπως και πολλά άλλα παραδίδονταν ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, ως ένα “ευχαριστώ” προς τους Βρετανούς και τους Γάλλους στρατιώτες για την βοήθεια που προσέφεραν στο μέτωπο» είπε μεταξύ άλλων ο κ. Wakefield.
Όσον αφορά στις αρχαιότητες της Αμφίπολης, αποκάλυψε ότι η πρώτη σκέψη ήταν να αποδοθούν στο Ιmperial War Museum, «ωστόσο κάτι τέτοιο δεν έγινε αποδεκτό από τους υπεύθυνους του μουσείου. Αυτό διότι ως Πολεμικό Μουσείο, η θεματολογία μας περιορίζεται περισσότερο σε πολεμικά όπλα, οχήματα κλπ. και όχι σε αντικείμενα τέτοιου είδους που αποκτήθηκαν από δωρεές».
«Δύσκολο να είχε γίνει μια τέτοια συμφωνία»
Το zougla.gr επικοινώνησε με τον γενικό γραμματέα της «Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας» κ. Βασίλη Πετράκο, ο οποίος σημείωσε ότι εκείνη την περίοδο θα ήταν δύσκολο να γίνει μια τέτοιου είδους συμφωνία μεταξύ των ελληνικών Αρχών και της Βρετανίας.
«Το 1916 ο κ. Οικονόμου ήταν έφορος αρχαιοτήτων, όχι προϊστάμενος. Και οι Βρετανοί και οι Γάλλοι πήραν διάφορα αντικείμενα καθώς οι περιοχές δεν ήταν ακόμα στην κατοχή μας. Όλοι πήραν την εποχή εκείνη. Όποιος είχε την κατοχή της περιοχής μπορούσε να πάρει χωρίς να ρωτήσει κανέναν. Πάντως θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί μια τέτοια συμφωνία. Βέβαια τα στοιχεία για το πώς τα αντικείμενα της Αμφίπολης βρέθηκαν στην κατοχή των Άγγλων θα υπάρχουν στα βιβλία εισαγωγής του μουσείου» ανέφερε ο κ. Πετράκος χαρακτηριστικά.